- ντίνγκι
- (dinghy). Αγγλική λέξη ινδοστανικής προέλευσης, η οποία γενικά υποδηλώνει μικρό κωπήλατο ιστιοφόρο ή μηχανοκίνητο σκάφος ψυχαγωγίας. Ειδικότερα ο όρος χαρακτηρίζει ένα μονότυπο σκάφος ιστιοπλοΐας, με στρογγυλή γάστρα και αγγλική καρένα, χωρίς γέφυρα, που το σχεδίασε το 1912 ο Άγγλος ναυπηγός Τζορτζ Κόκσοτ και κατατάσσεται στη διεθνή κλάση των 12 ποδών. Το ν. είναι αρκετά διαδεδομένο στην Ολλανδία και στην Ιταλία.
Τα χαρακτηριστικά του ν. των 12 ποδών, το οποίο φέρει ένα κατάρτι στο ακραίο σημείο της πλώρης και ωτοειδές πανί χωρίς φλόκο, είναι: κατασκευή από ξύλο, μήκους 3,66 μ., πλάτους 1,42 μ., βάρους περίπου 115 κιλών, επιφάνεια πανιού περίπου 9,30 τ.μ., πλήρωμα κατά τις ιστιοπλοΐες ένα άτομο.
Υπάρχει όμως, λιγότερο διαδεδομένο, ν. 14 ποδών. Το σκάφος αυτό, που κατασκευάστηκε το 1924, είναι εξοπλισμένο –εκτός από τη ράντα– και μ’ έναν φλόκο και διαφέρει από το ν. των 12 ποδών κατά μερικά χαρακτηριστικά (μήκος 1,40 μ., βάρος 94 κιλά, επιφάνεια πανιών 15,80 τ.μ., και πλήρωμα κατά τις ιστιοπλοΐες δύο άτομα).
Το ντίνγκυ είναι ένα μικρό σκάφος ιστιοδρομιών.
Dictionary of Greek. 2013.